εμβιώ

εμβιώ
ἐμβιῶ (-όω) (AM)
ζω, περνώ τη ζωή μου
αρχ.
1. ασχολούμαι με κάτι στη ζωή μου
2. (για φυτά) ζω και αυξάνομαι μετά τη μεταφύτευση, πιάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”